Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στατίνη — ἡ, Α βλ. σταίτινος … Dictionary of Greek
σταίτινος — και στάτινος, ίνη, ον Α [σταῑς, σταιτός] 1. φτειαγμένος από ζυμάρι 2. (το θηλ. στον τ. στατίνη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ(α)λή» … Dictionary of Greek